ἐμφυτεύσεις

ἐμφυτεύσεις
ἐμφύτευσις
tenure of such a holding
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐμφύτευσις
tenure of such a holding
fem nom/acc pl (attic)
ἐμφυτεύω
implant
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐμφυτεύω
implant
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Φιλάτοφ, Βλαντιμίρ Πέτροβιτς — (1875 – 1956). Σοβιετικός οφθαλμίατρος. Διετέλεσε διευθυντής του Οφθαλμολογικού Ινστιτούτου της Ουκρανίας και μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ (1944). Οι εργασίες του αφορούν τη μεταμόσχευση κερατοειδούς και τις μεταμοσχεύσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”